
Η Ιστορία του Μπατίκ
Πηγή: η τεχνική των σταμπωτών και του μπατίκ
Χαρίκλειας – Δημήτρη Μυταρά
Αθήνα, 1982
Έκδοση Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ
Η λέξη batik έχει διαφορετικές ερμηνείες οι οποίες αποδίδουν περιφραστικά τον τρόπο κατασκευής του. Η ρίζα της λέξης είναι γιαβανέζικης προελεύσεως και σημαίνει «σχεδιάζω με κερί». Στο βιβλίο Arts and Crafts in Indonesia, αναφέρεται ότι η λέξη προέρχεται από το Ambatik που σημαίνει «ύφασμα από μικρά στίγματα». Η συλλαβή Tik σημαίνει μικρό στίγμα.
Υπάρχει επίσης η εκδοχή να σημαίνει «φωτεινό σημείο» ή «ράγισμα» από τις χαραγματιές που δημιουργεί το κερί και χαρακτηρίζουν τα σχεδιασμένα με την μέθοδο αυτή υφάσματα. Εξίσου θολή με την ετυμολογία της λέξης, είναι και η προέλευση της τεχνικής του. Αρχαιολογικά ευρήματα από την Αρχαία Αίγυπτο και την Περσία μας πείθουν ότι υφάσματα σχεδιασμένα με την τεχνική του batik, ήταν συνηθισμένο είδος της εποχής. Παράλληλα το συναντά κανείς στις περισσότερες χώρες της Ανατολής και ειδικότερα στις Ινδίες, την Κίνα, την Ιαπωνία αλλά και στην Αφρική. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι το είδος αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο και από εκεί μεταδόθηκε σε άλλες χώρες, όπου αφομοιώθηκε με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις της κάθε μιας δημιουργώντας νέα τοπικά μοτίβα. Έτσι η Αφρική προσάρμοσε το batik σε γεωμετρικά συμμετρικά σχήματα ενώ η Ανατολή το ανέδειξε μέσα από την ευαίσθητη καλλιγραφία της ανατολικής τέχνης.
Αντίθετα ο A. Oeber στο βιβλίο του για το batik αναφέρει ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε την καταγωγή του στο Ινδονησία. Πράγματι, διάφορες ανασκαφές που έγιναν στην Ιάβα έχουν φέρει στο φως κομμάτια αγαλμάτων, τα οποία φαίνονται να είναι ντυμένα με υφάσματα ζωγραφισμένα με την τεχνική του batik και θυμίζουν πολύ τα σημερινά ινδικά sarong.
Ινδικό Sarong
Στην αρχή το batik γινόταν σε βαμβακερά υφάσματα που ύφαιναν οι υπηρέτριες των πλούσιων οικογενειών ενώ οι κυρίες αναλάμβαναν την διακόσμηση τους. Θεωρείτο απασχόληση υψηλού επιπέδου και κάθε οικογένεια καθιέρωνε τα δικά της μοτίβα τα οποία ήταν σαν οικόσημα. Έτσι σιγά – σιγά ξεπέρασε το στάδιο της οικοτεχνίας κι έγινε σύμβολο κοινωνικής τάξης ενώ στη συνέχεια έγινε μόδα με μεγάλη δημοτικότητα.
Σύμφωνα με την Ila Keller (συγγραφέα βιβλίου Batik) μπορούμε να χωρίσουμε το παραδοσιακό Batik σε 4 είδη:
- Kawung: το κλασικότερο στο είδος του το οποίο κατάγεται από την κεντρική Ιάβα. Τα ζωγραφισμένα μοτίβα είναι υπόμνηση των σχημάτων των φρούτων του δέντρου Kapok ή των φύλλων του δέντρου Areng συνθεμένα κάθε φορά ανά τέσσερα – βασικό χαρακτηριστικό του kawung
- Parang: τα μοτίβα του αποτελούνται από φαρδιές διαγώνιες λωρίδες ή γραμμές. Οι πλατιές λωρίδες περιέχουν γεωμετρικά σχήματα ή λουλούδια.
- Tjeplok: τα μοτίβα του είναι σχηματοποιημένα ζώα, φυτά ή απλώς σχήματα αστεροειδούς μορφής, εντεταγμένα σε μεγαλύτερα σχήματα, τετράγωνα ως επί το πλείστον
- Semen: αποτελείται από σχηματοποιημένα φύλλα και κλαδιά με ρευστότερη σύνθεση
Τα συχνά ταξίδια και οι εμπορικές σχέσεις με την ανατολή έφεραν τους Ολλανδούς σε επαφή με το batik. Έτσι το 1516, εισήχθησαν τα πρώτα ζωγραφιστά υφάσματα στην Ευρώπη. Τα σχέδια και η τεχνική τους αποτέλεσαν μια νέα πηγή έμπνευσης για τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν ανιλίνες για τα batik τους σε αντίθεση με τους Γιαβανέζους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν φυτικά χρώματα, τα οποία κατασκεύαζαν με περίπλοκες μεθόδους.
Με την αυξημένη ζήτηση των ζωγραφισμένων υφασμάτων δημιουργήθηκαν εργαστήρια / εργοστάσια που απασχολούσαν τους κατοίκους ολόκληρων χωριών της Ινδονησίας. Οι άνδρες επιμελούνταν τις βαφές και οι γυναίκες δούλευαν τα σχέδια με πινέλα και το παραδοσιακό «τζιάτιγκ» τοποθετώντας το κερί πάνω στο ύφασμα. Τα συγκεκριμένα προϊόντα ήταν από λεπτή βαμβακερή μουσελίνα γιατί αφενός ήταν εύκολη στην επεξεργασία της και αφετέρου πολύ ευχάριστη στην αφή. Η δημιουργία ενός καλού κομματιού batik απαιτούσε χρονικό διάστημα 5 εβδομάδων έως 6 μηνών.
Jiating and Jap
Το «τζιάτιγκ» είναι ένα μικρό δοχείο με ένα ή περισσότερα στόμια για να τρέχει το κερί επάνω στο προκαθορισμένο σχέδιο του υφάσματος. Το «τζαπ» είναι ένα είδος σφραγίδας που βοηθά να επαναλαμβάνεται το μοτίβο όπως ακριβώς γίνεται στα σταμπωτά υφάσματα. Το «τζαπ» έχει σκοπό την μαζική παραγωγή των υφασμάτων μπατίκ, μειώνοντας το κόστος παραγωγής τους.
Για κάποιον ανειδίκευτο είναι αδύνατον να αντιληφθεί την διαφορά ανάμεσα σ’ ένα κανονικό μπατίκ και σ’ ένα καμωμένο με τζαπ παρότι στην δεύτερη περίπτωση είναι φανερή η ακριβής επανάληψη του μοτίβου.
Αυτή η μαζική παραγωγή ευνόησε την χρήση των χρωμάτων ανιλίνης όπως και η ανάπτυξη του στεγνοκαθαρισμού βοήθησε σημαντικά στην προσαρμογή του μπατίκ στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τέλος, διάφορα άλλα εργαλεία και ευκολίες του σύγχρονου πολιτισμού βοήθησαν, ώστε να δημιουργηθούν και να πραγματοποιηθούν περίπλοκα σχέδια σε μεγάλη ποικιλία.
Το πινέλο και το παραδοσιακό «τζιάτιγκ», η δυνατότητα της σταλαγματιάς και της περίτεχνης ματιέρας μάγεψε τους καλλιτέχνες που επί αιώνες δούλευαν με λάδι και νερό είτε σε φορητούς πίνακες είτε σε τοιχογραφίες. Έτσι ασχολήθηκαν όλοι σχεδόν οι φημισμένοι τεχνίτες της περιοχής με αυτό το καινούργιο είδος που πρόσφερε τόσες δυνατότητες.
Βέβαια το μπατίκ έχει κι αυτό τους περιορισμούς και τα μειονεκτήματα του όπως η δυσκολία του να επανέλθει κανείς σε ένα σημείο που έγινε λάθος, η σχεδόν αδύνατη αφαίρεση χρώματος από ένα ήδη χρωματισμένο ύφασμα καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να φαντάζεται από πριν το έργο του τελειωμένο με όλα τα χρώματα και να το προγραμματίσει σχολαστικά πριν το πραγματοποιήσει.
Το batik γρήγορα προσαρμόσθηκε στις ανάγκες της εσωτερικής διακόσμησης και δημιουργήθηκαν θαυμάσια πανώ για παραβάν. Επόμενο ήταν η επιτυχία αυτή να γίνει αντικείμενο απομιμήσεως. Πλήθος υφασμάτων τυπωμένων μηχανικά προσπάθησαν να αποδώσουν τα σχέδια του batik και ακόμα περισσότερο τα χαρακτηριστικά ραγίσματα.. Φυσικά, το πραγματικό batik είναι ανεπανάληπτο και τα σχέδια και ραγίσματά του πρακτικώς αδύνατο να ξαναγίνουν σε δεύτερο κομμάτι υφάσματος.